Ετυμολογία

επεξεργασία
arketip < (λόγιο δάνειο) αγγλική archetype[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑɾcɛˈtip/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ar‐ke‐tip

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

arketip (tr)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. arketip - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν