Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
arachide arachides

arachide (fr) θηλυκό

  1. (φυτό) αραχίδα



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

arachide (it)

  1. (φυτό) αραχίδα

Συνώνυμα

επεξεργασία