antimélancolique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
antimélancolique | antimélancoliques |
Επίθετο επεξεργασία
antimélancolique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
antimélancolique | antimélancoliques |
antimélancolique (fr) αρσενικό ή θηλυκό