antigravifique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
antigravifique | antigravifiques |
Επίθετο
επεξεργασίαantigravifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με την αντιβαρύτητα
ενικός | πληθυντικός |
antigravifique | antigravifiques |
antigravifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό