antidopage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
antidopage (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- που αφορά το αντιντόπινγκ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
antidopage | antidopages |
antidopage (fr) αρσενικό
- το αντιντόπινγκ
antidopage (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
ενικός | πληθυντικός |
antidopage | antidopages |
antidopage (fr) αρσενικό