Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

antidopage (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. που αφορά το αντιντόπινγκ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
antidopage antidopages

antidopage (fr) αρσενικό

  1. το αντιντόπινγκ