antepassado
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαantepassado (pt) < απο το ρήμα antepassar
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
antepassado | antepassados |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαantepassado (pt) θηλυκό antepassada
- ο πρόγονος
Επίθετο
επεξεργασίαantepassado (pt)
- ο προγονικός, ανιών