Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
aniĝi
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Εσπεράντο
(eo)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ρήμα
aniĝi
χρόνος
μορφή
ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας
aniĝas
aniĝanta
aniĝata
αόριστος
aniĝis
aniĝinta
aniĝita
μέλλοντας
aniĝos
aniĝonta
aniĝota
υποθετική
aniĝus
-
-
προστακτική
aniĝu
-
-
aniĝi
(eo)
γίνομαι
μέλος
μιας
ομάδας