Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα aniĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας aniĝas aniĝanta aniĝata
αόριστος aniĝis aniĝinta aniĝita
μέλλοντας aniĝos aniĝonta aniĝota
υποθετική aniĝus - -
προστακτική aniĝu - -

aniĝi (eo)