angionévrotique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
angionévrotique | angionévrotiques |
Ετυμολογία
επεξεργασία- angionévrotique < angio- + névrotique
Επίθετο
επεξεργασίαangionévrotique (fr)
ενικός | πληθυντικός |
angionévrotique | angionévrotiques |
angionévrotique (fr)