angiografía
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
angiografía | angiografías |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /anxjoɡɾaˈfia/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαangiografía (es) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
angiografía | angiografías |
angiografía (es) θηλυκό