ενικός         πληθυντικός  
angiogenesis angiogeneses

  Ετυμολογία

επεξεργασία
angiogenesis < angio- + -genesis

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /andʒɪə(ʊ)ˈdʒɛnɪsɪs/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

angiogenesis (en)