angiogenesis
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
angiogenesis | angiogeneses |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαangiogenesis (en)
- (ιατρική) η αγγειογένεση
ενικός | πληθυντικός |
angiogenesis | angiogeneses |
angiogenesis (en)