Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
anesthésiste anesthésistes

anesthésiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη anesthésie