Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.dʁɔ.fɔb/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
androphobe androphobes

androphobe (fr) αρσενικό ή θηλυκό