Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

analyst (en)

  1. ο αναλυτής (άνθρωπος που αναλύει κάποιο θέμα, συνήθως επαγγελματικά)
    systems analyst, public policy analyst, financial analyst
  2. ο ψυχαναλυτής


Δείτε επίσης επεξεργασία