anaérobique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.e ʁɔ.bik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
anaérobique | anaérobiques |
anaérobique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
anaérobique | anaérobiques |
anaérobique (fr) αρσενικό ή θηλυκό