ameublissement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ameublissement < ameublir
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ameublissement | ameublissements |
ameublissement (fr) αρσενικό
- το διβόλισμα
ενικός | πληθυντικός |
ameublissement | ameublissements |
ameublissement (fr) αρσενικό