Ετυμολογία

επεξεργασία

amarezza < λατινική amāritiēs. Αναλύεται σε amar(o) + -ezza

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.maˈret.tsa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

amarezza (it) θηλυκό