amanderaie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- amanderaie < amande
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.mɑ̃.d(ə)ʁɛ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
amanderaie | amanderaies |
amanderaie (fr) θηλυκό
- → δείτε τη λέξη amandaie
ενικός | πληθυντικός |
amanderaie | amanderaies |
amanderaie (fr) θηλυκό