already
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαalready (en) (χωρίς παραθετικά)
- ήδη, κιόλας, πια, πριν από τώρα ή πριν από μια συγκεκριμένη στιγμή στο παρελθόν
- ⮡ I already sent you the message.
- Σου έστειλα ήδη το μήνυμα.
- ⮡ The same thing has happened twice already.
- Το ίδιο πράγμα έχει συμβεί δυο φορές ήδη.
- ⮡ Don’t be scared, they will have already found who did it.
- Μην φοβάσαι, θα έχουν βρει ήδη ποιος το έκανε.
- ⮡ You are not allowed to act like a child, you are already a man.
- Δεν επιτρέπεται να παιδιαρίζεις, είσαι κιόλας άνδρας.
- ⮡ The extensive damage of the environment is already reality.
- Η εκτεταμένη καταστροφή του περιβάλλοντος είναι πια μια πραγματικότητα.
- ⮡ March has come, it’s spring already!
- Έχει έρθει ο Μάρτιος, είναι άνοιξη πια!
- ⮡ I already sent you the message.
- ήδη, κιόλας, χρησιμοποιείται για να εκφράσει την έκπληξη ότι κάτι συνέβη τόσο σύντομα ή τόσο νωρίς
- ⮡ Have you not finished yet? It’s noon already.
- Ακόμα δεν τέλειωσες; Μεσημέριασε ήδη.
- ⮡ Did you finish already?
- Τελείωσες κιόλας;
- ⮡ It’s already been ten years this year that we’ve been living here.
- Είναι κιόλας ο δέκατος χρόνος φέτος που μένουμε εδώ.
- ⮡ -“It’s time to go.” -“Already?”
- -«Είναι ώρα να πηγαίνουμε.» -«Κιόλας;»
- ⮡ Have you not finished yet? It’s noon already.
- (αμερικανική σημασία, ανεπίσημο) πια, πλέον, χρησιμοποιείται μετά από μια λέξη ή φράση για να δείξω ότι είμαι ενοχλημένος
- ⮡ Enough, stop already!
- Αρκετά, φτάνει πια!
- ⮡ Stop annoying me already.
- Σταμάτα πλέον να μ΄ εκνευρίζεις.
- ⮡ Enough, stop already!