allégorique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.le.ɡɔ.ʁik/
- ⓘ
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
allégorique | allégoriques |
allégorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
allégorique | allégoriques |
allégorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό