ρήμα alkroĉi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας alkroĉas alkroĉanta alkroĉata
αόριστος alkroĉis alkroĉinta alkroĉita
μέλλοντας alkroĉos alkroĉonta alkroĉota
υποθετική alkroĉus - -
προστακτική alkroĉu - -

alkroĉi (eo)

  1. κρεμώ
  2. συγκρούομαι