Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

algazelle < algazel < αραβική al-ghazâl

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /al.ɡa.zɛl/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
algazelle algazelles

algazelle (fr) θηλυκό