algazelle
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- algazelle < algazel < αραβική al-ghazâl
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
algazelle | algazelles |
algazelle (fr) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) μεγάλη λευκή αντιλόπη της Αφρικής