aiguille des heures
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
aiguille des heures | aiguilles des heures |
aiguille des heures (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
aiguille des heures | aiguilles des heures |
aiguille des heures (fr) θηλυκό