Ετυμολογία

επεξεργασία
ahtapot < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική < μεσαιωνική ελληνική ὀκταπόδιν[1] < < αρχαία ελληνική ὀκτάπους ή ὀκτώπους

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑh.tɑˈpɔt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ahtapot (tr)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ahtapot - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν