agrippement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- agrippement < agripper
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
agrippement | agrippements |
agrippement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
agrippement | agrippements |
agrippement (fr) αρσενικό