Ετυμολογία

επεξεργασία
agacerie < agacer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɡa.sʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
agacerie agaceries

agacerie (fr) θηλυκό

  • λόγια ή εκφράσεις του προσώπου που προκαλούνται από κάποιον εκνευρισμό

Συγγενικά

επεξεργασία