Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
affray affrays

  Ουσιαστικό επεξεργασία

affray (en)

  • περιστατικό βίαιων επεισοδίων/μαζικού ξυλοδαρμού μεταξύ ομάδων ανθρώπων