Ετυμολογία

επεξεργασία
adoprator < adoptio < ad και optio (=εκλέγομαι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

adoprator (la) αρσενικό

αυτός που υιοθετεί

Συγγενικά

επεξεργασία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία