Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

adligo < (λατινικά) ad (la) + (λατινικά) ligo (la)

  Ρήμα επεξεργασία

adligo (la) και alligo (adligō1, adligāvī, adligātum, adligāre)

  • δένω

Κλίση επεξεργασία