Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

adjektiv- < γαλλική adjectif, αγγλική adjective

  Ρίζα επεξεργασία

adjektiv- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: επίθετο

Παράγωγες λέξεις επεξεργασία