Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

additionnable < additionner

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
additionnable additionnables

additionnable (fr) αρσενικό ή θηλυκό