adaptabilité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
adaptabilité | adaptabilités |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαadaptabilité (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη adapter
ενικός | πληθυντικός |
adaptabilité | adaptabilités |
adaptabilité (fr) θηλυκό