Ετυμολογία

επεξεργασία
actinomycète < actino- + -mycète

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
actinomycète actinomycètes

actinomycète (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία