acompanhar
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαacompanhar (pt) < από το απαρέμφατο της λατινικής accompaniare
Ρήμα
επεξεργασίαacompanhar (pt)
- κάνω συντροφιά, παρέα
- συνοδεύω
acompanhar (pt) < από το απαρέμφατο της λατινικής accompaniare
acompanhar (pt)