Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.si.di.me.tʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
acidimétrie acidimétries

acidimétrie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία