Ετυμολογία

επεξεργασία
accidentale < accidente

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
accidentale accidentali

accidentale (it) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία