accenser (fr)

  1. (νομικός όρος) (πριν τη Γαλλική επανάσταση) συνδέω δύο αγαθά ώστε να φέρονται ως ένα
  2. (κατ’ επέκταση) συνδέω δύο χωριά υπό την ίδια διοίκηση
  3. ορθογραφική παραλλαγή του acenser