accenser
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαaccenser (fr)
- (νομικός όρος) (πριν τη Γαλλική επανάσταση) συνδέω δύο αγαθά ώστε να φέρονται ως ένα
- (κατ’ επέκταση) συνδέω δύο χωριά υπό την ίδια διοίκηση
- ορθογραφική παραλλαγή του acenser
accenser (fr)