Ουσιαστικό

επεξεργασία

abstinence (en)

  • αποχή πχ από εθιστική ουσία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ap.sti.nɑ̃s/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
abstinence abstinences

abstinence (fr) θηλυκό