abrogeable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.bʁɔ.ʒabl/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
abrogeable | abrogeables |
abrogeable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
abrogeable | abrogeables |
abrogeable (fr) αρσενικό ή θηλυκό