Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.bɔ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
abot abots

abot (fr) αρσενικό