ab intestat
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ab intestat < λατινική abintestat ab intestato
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ab⋅ɛ̃.tɛs.ta/
Έκφραση
επεξεργασίαab intestat (fr)
- (νομικός όρος) χωρίς να γίνει διαθήκη
- ⮡ hériter ab intestat, κληρονομώ κάποιον που δεν έχει κάνει διαθήκη
- ⮡ Elle est morte ab intestat.
- (νομικός όρος) χωρίς διαθήκη
- ⮡ héritier ab intestat.
- ⮡ succession ab intestat.