Ετυμολογία

επεξεργασία
aérobie < aéro- + -bie

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aérobie aérobies

aérobie (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aérobie aérobies

aérobie (fr) αρσενικό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία