Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ureinwohner < ur- + Einwohner

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Ureinwohner (de) αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό