Sudanese
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
Sudanese | Sudanese |
Επίθετο
επεξεργασίαSudanese (en)
- σουδανικός, σχετικός με το Σουδάν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαSudanese (en)
ενικός | πληθυντικός |
Sudanese | Sudanese |
Sudanese (en)
Sudanese (en)