Ετυμολογία

επεξεργασία
Nationalpark < national + Park

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Nationalpark (de) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη national