Meter
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαMeter (de) αρσενικό ή ουδέτερο
- (μονάδα μέτρησης, φυσική) το μέτρο
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Meter < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαMeter αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]