Ετυμολογία

επεξεργασία
Kürtçe < Kürt (Κούρδος/Κούρδισσα) + -çe

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈcyɾt.t͡ʃɛ/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Kürtçe (tr)