Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Frage (de) θηλυκό

  • η ερώτηση
    die Fragen waren leicht - οι ερωτήσεις ήταν εύκολες

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • das kommt nicht in Frage - δεν τίθεται καν θέμα

Αντώνυμα

επεξεργασία