Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Dreidecker (de) αρσενικό

  1. (αεροπορικός όρος) τριπλάνο
  2. (ναυτικός όρος) ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο γραμμής με τρία καταστρώματα πυροβόλων