ενικός         πληθυντικός  
Coke bezel Coke bezels

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Coke bezel < Coke (= το αναψυκτικό Coca-Cola) + bezel

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

Coke bezel (en)

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • Coke (υπονοείται bezel)

Δείτε επίσης

επεξεργασία