Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Applikation (de) θηλυκό

  1. εφαρμογή, πρόγραμμα ηλεκτρονικών υπολογιστών
    Informatik: Anwendungsprogramm, Anwendung